Ο ερχομός της μεταπολίτευσης τον Ιούλιο του 1974, με βρήκε πιτσιρικά 16αρη που δούλευα για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Δούλευα στο πάρκινγκ, έλεγχα δηλαδή αν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα είχαν πληρώσει στα παρκόμετρα που ήσαν προγραμματισμένα με την ώρα. Όσα αυτοκίνητα είχαν παρκάρει και δεν είχαν βάλει χρήματα στον κερματοδέκτη, ή είχαν βάλει αλλά είχαν ξεπεράσει την χρονική διάρκεια, έβγαζα το μπλοκάκι -όπως οι τροχαίοι καλή ώρα- κι άφηνα στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου την κλήση με το ποσό που έπρεπε να πληρωθεί. Ο οδηγός του αυτοκινήτου, σαν έβλεπε την κλήση όταν πήγαινε σ’ αυτό, περνούσε από το γραφείο ελέγχου του πάρκινγκ, πλήρωνε και πήγαινε στη δουλειά του. Αυτή ήταν μία πολύ καλή δουλειά, αποδοτική για το αφεντικό της, αλλά κι εμείς κερδίζαμε καλά χρήματα.
Σε κάθε βάρδια -γιατί η επιχείρηση λειτουργούσε σε 24ωρη βάση- κάποιος υπεύθυνος περνούσε από κάθε παρκόμετρο, το ξεκλείδωνε και το άδειαζε από τα πολλά κέρματα. Άπειρο χρήμα έρεε και η επιχείρηση ήταν ικανοποιημένη. Καθαρή δουλειά για τον πλειοδότη που κατάφερνε καί κέρδιζε την δημοπρασία. Τότε, κυκλοφορούσε πολύς κόσμος μέσα κι έξω από το αεροδρόμιο, ειδικά έξω από αυτό υπήρχαν εστιατόρια, καφέ, δύο περίπτερα αν θυμάμαι καλά έκ των οποίων το ένα στεγασμένο στο κτίριο που βρισκόταν το ταχυδρομείο και η αστυνομία. Χρυσές δουλειές γιά όλους.
Η Ολυμπιακή ήταν στα πολύ επάνω της, οι πέντε κύκλοι της δέσποζαν και προκαλούσαν ρίγη συγκίνησης σε όποιον έβλεπε τ’ αεροπλάνα της ν’ απογειώνονται ή να προσγειώνονται. Ο «εθνικός αερομεταφορέας» ήταν στις καρδιές όλων, ειδικότερα δε σε όσους εργάζονταν σε αυτόν και απολάμβαναν πληθώρα προνομίων. Τα προνόμια ξεκινούσαν από το δωρεάν σχεδόν φαγητό (ελάχιστη χρέωση), δωρεάν μετακινήσεις από και προς το αεροδρόμιο, δωρεάν ταξίδια, επίδομα στολών, και φυσικά ζηλευτοί μισθοί –και όλα αυτά και πόσα που δεν ξέρω- σε ένα κοσμοπολίτικο περιβάλλον. Μπορεί η Ολυμπιακή να ήταν πάντα ζημιογόνος για το δημόσιο σαν επιχείρηση, αλλά το πρεστίζ πληρώνεται ακριβά. Γιατί και επί Ωνάση, οικονομικά μέσα ήταν αλλά και η χούντα πλάτη έβαζε όπως και οι μετέπειτα εθνικές κυβερνήσεις που στο όνομα της κέρδισαν χιλιάδες ψηφοφόρους.
Εκείνο τον Ιούλιο του 1974 πολλά θαυμαστά πράγματα έγιναν στο αεροδρόμιο. Μόλις είχε πέσει η χούντα και υπήρχε στην ατμόσφαιρα μία ευφορία, η αλλαγή που ερχόταν έκανε τους χουντικούς να αναζητήσουν πολιτική στέγη στο νέο πολιτικό τοπίο που άρχισε να δημιουργείται. Και κάπως έτσι άρχισε η Ελλάδα την καινούρια πορεία της, την μεταπολιτευτική όπως χαριτωμένα λέγεται και συγκινείσαι.
Χιλιάδες κόσμου είχαν κατακλύσει το αεροδρόμιο όταν εμφανίστηκε στην πόρτα του αεροπλάνου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Τόσα χρόνια στην εξορία, ο νόστος της πατρίδας είχε γίνει σαράκι που του έτρωγε τα σωθικά, αλλά σαν πάτησε πάλι στα ιερά χώματα, βρήκε αμέσως το χρώμα του και το πεδίο ήταν ελεύθερο για να χαράξει την νέα πορεία του έθνους που σήμερα βλέπουμε ξεκάθαρα τα αποτελέσματά της. Χιλιάδες κόσμου υποδέχτηκαν επίσης τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνον τον σούπερ οικονομολόγο που τίναξε στον αέρα την οικονομία και έδωσε επιστημονική χροιά στην κλοπή. Δάκρυσε όμως ο κόσμος και με την έλευση του Χαρίλαου Φλωράκη και τα σφυροδρέπανα σκέπασαν από την χαρά τους την Αττική γη.
Πλάκα δεν έχουν όλα αυτά; Μήπως σου κακοφαίνονται φίλε που τα γράφω; Κι εσύ δεν ήσουν ένας από αυτούς που σήκωσες την κομματική όποια σημαία; Για την Δημοκρατία, την Ελευθερία, την Παιδεία και πόσα ακόμα που παπαγάλιζες δίχως να τα κατανοείς; Εσύ δεν ήσουν φίλε που από χουντικός έγινες σε μία νύχτα αντιστασιακός; Εσύ, που από τσιράκι της χούντας έγινες πρασινοφρουρός;
Εκείνο το καλοκαίρι που δούλεψα στο αεροδρόμιο, ήταν πλούσιο σε εμπειρίες. Για πρώτη φορά αντίκρισα τον Έλληνα μαζάνθρωπο σε τέτοια έκταση -τον είχα πρώτο-συναντήσει στην εξέγερση του Πολυτεχνείου αλλά από τα όρια της λεωφόρου Αλεξάνδρας την προηγούμενη χρονιά- και για πρώτη φορά άρχισε να με απασχολεί η αγελαία συμπεριφορά του. Ποιά ανάγκη έκανε τόσες χιλιάδες κόσμου να πάνε στο αεροδρόμιο και να αποθεώσουν μετριότητες που εισέρρεαν από το εξωτερικό; από την «βάρβαρη εξορία;». Οι μάζες, αδύναμες όντως πνευματικά, αναζητούν αρχηγούς για να τις καθοδηγήσουν, ανίκανες να πορευθούν στη ζωή με τις δικές τους δυνάμεις, γίνονται μέλη κομμάτων για να αποκτήσουν μία ταυτότητα, γιατί φοβούνται να μείνουν έξω από την ομάδα, γιατί διακαώς θέλουν να έχουν πρόσβαση στην εξουσία. Και εξουσία απόκτησαν όλα τα κόμματα ανεξάρτητα από το τι ποσοστά λάμβαναν στις εκλογικές αναμετρήσεις. Και αναλογικά με τα ποσοστά του κάθε κόμμα, εκπροσωπήθηκε ανάλογα στον δημόσιο βίο με τους δικούς του ανθρώπους. Μια Ελλάδα, μια ατελείωτη διαίρεση, παντού οι καλοί και οι κακοί, συνέχιζαν τον εμφύλιο από διαφορετικές ατραπούς. Στην χούντα εμφανίστηκε ο υπερπατριώτης, αυτός ο «ηθικός» από πάσης απόψεως Έλληνας, στην μεταπολιτευτική πατρίδα εμφανίστηκε ο κομματόφρων, το πιστό σκυλί της εξουσίας, ο νέο-ιδεολόγος με τους αγώνες του και την δική του σημαία. Παντού σημαίες, όλων των αποχρώσεων της ίριδας, παντού λάβαρα περήφανα, και πίσω τους μυριάδες πρόβατα με ψήφους. Ένας τεράστιος κουβάς με περιττώματα απέκτησε αίγλη.
Γράφει
Ο Πεζοπόρος