e-Galatsi

σερφάροντας στο Γαλάτσι

 

Πέρασα μπροστά από την πρώην κατοικία του Τσάκ, έφτασα γρήγορα σχετικά στο ύψος της Τράλλεων, προχώρησα με ρυθμό ήρεμο, δεν βιαζόμουν εξάλλου, τον περίπατο μου έκανα και έχω τη συνήθεια να παρατηρώ γύρω μου τα πράγματα. Πέρασα και την οδό Δρυόπιδος που οριοθετεί την πόλη στο εντός και εκτός σχέδιο της. Στην γωνία, από χρόνια βρίσκεται ένα φυτώριο λουλουδιών, δέντρων και λοιπών σχετικών με την γεωπονική πραγμάτων. Πάνω από το φυτώριο σε ένα πολύ παλιό κτίσμα, είχε κάποτε το ραφείο του ο κυρ Παύλος ο Σιγάλας. Προσπέρασα χωρίς δεύτερη σκέψη το σημείο αυτό κι έφτασα στο επόμενο στενό από το οποίο αρχίζει ουσιαστικά η δασική έκταση του Γαλατσίου. Ο δρόμος αυτός που ανεβαίνει προς την πλαγιά του λόφου, έχει έναν παλιό οικισμό (του Κόκου αν δεν κάνω λάθος) που απ’ ότι αντιλαμβάνομαι έχει μονιμοποιηθεί αλλά δεν επιτρέπεται η παραπέρα οικοδόμηση του. Σε ευθεία προς τα ανατολικά στο τέλος του λόφου, στο διάσελο ας πούμε, αρχίζουν τα όρια της Φιλοθέης. Συνεχίζω λίγο από τον εσωτερικό διάδρομο τον παράλληλο με την Βέϊκου και κοντοστέκομαι. Υπάρχει μια αλάνα δεξιά μου, ανατολικά δηλαδή. Πριν μερικές δεκαετίες, η αλάνα αυτή ήταν ένα τεράστιο γήπεδο ποδοσφαίρου, καταλάμβανε μάλιστα σε πλάτος το ένα οδόστρωμα της λεωφόρου, αυτό που συνεχίζει για το άλσος. Το αντίθετο οδόστρωμα που οδηγεί τ’ αυτοκίνητα προς το κέντρο της πόλης, από το ύψος της Τράλλεων μέχρι και το σημερινό άλσος, δεν ήταν παρά ένα μικρό, πανέμορφο μονοπάτι – και λέγαμε στους περασμένους καιρούς – να, ο δρόμος για τα πευκάκια. Ουσιαστικά, από την Τράλλεων και μετά υπήρχε δασώδης έκταση, με χαμηλή βλάστηση, ρίγανη, θυμάρι, αγριόχορτα, και ήταν όλος αυτός ο τόπος μια τεράστια εξοχή.

 

        Στο γήπεδο έπαιζαν ομάδες όπως η Αναγέννηση, ο Αβέρωφ και δεν θυμάμαι ποιες ακόμα. Κάθε Κυριακή, από το πρωί και μέχρι να σουρουπώσει, γινόντουσαν αγώνες. Πολύς κόσμος παρακολουθούσε, χειροκροτούσε, επευφημούσε, έβριζε, αλλά μέχρι εκεί, δεν υπήρχαν τραμπουκισμοί, επεισόδια, χουλιγκάνοι. Για αποδυτήρια οι ομάδες χρησιμοποιούσαν μια παλιά μονοκατοικία που βρισκόταν στην δυτική πλευρά και λίγο μακριά από το γήπεδο. Ο ιδιοκτήτης της μονοκατοικίας, παραχωρούσε ένα από τα δωμάτια για αποδυτήρια, νερό για να πλυθούν οι αθλητές, υπήρχε άφθονο έξω στον κήπο της. Τότε η πόλη ήταν μικρή, οι κάτοικοί της γνωριζόντουσαν όλοι μεταξύ τους, το γήπεδο ήταν μια μορφή διασκέδασης – η άλλη σοβαρή μορφή διασκέδασης για τους άντρες κυρίως ήταν οι αγώνες κάτς, που γινόντουσαν συνήθως στον κινηματογράφο Αλέξανδρο, εκεί που σήμερα είναι ένα άχαρο εμπορικό κέντρο. Στο κάτς, υπήρχαν «βαριά» ονόματα, Καρπόζηλος, Μασκοφόρος, Τρομάρας και λοιποί και έπαιζαν υποτίθεται ξύλο! Στους αγώνες της πάλης δεν πήγαινα διότι ήμουν μικρός και δεν με έβαζαν μέσα.  Περνούσε καλά ο κόσμος τότε με τα θεάματα και με λίγα φράγκα. Αλλά ας επανέλθω στο ποδόσφαιρο. Τότε αλλά και αργότερα, το Γαλάτσι ήταν ποδοσφαιρομάνα – έμ βέβαια, με τόσες αλάνες, τόσα οικόπεδα άδεια, τόσα χωράφια, τι θα έπαιζες; Μπέηζ μπώλ; Χόκεϋ επί χόρτου; Να μην τρελαθούμε, το ποδόσφαιρο, το δερμάτινο τόπι, είχε δημοφιλία. Αφού ακόμα και το μπάσκετ που έπαιζαν ελάχιστοι αλαφροΐσκιωτοι, θεωρούνταν πολύ ελιτίστικο άθλημα, πολύ αργότερα έφτασε στην Ελλάδα ο Γκάλης και το έκανε εθνικό σπορ με τη μαγκιά του και τα κόλπα του.

 

        Η αρχαιότερη ομάδα στο Γαλάτσι ήταν η Ένωση, πολύ αργότερα εμφανίστηκε και ο Α.Ο. Γαλατσίου. Αυτές οι δυό ομάδες είχαν μεγάλες κόντρες, αριστεροί κόντρα στους δεξιούς! Και οι δυό όμως είχαν πολύ καλούς παίκτες, στον Α.Ο Γαλατσίου όμως βγήκε μία φουρνιά με παικταράδες που έπαιζαν μπάλα και όχι κλοτσοσκούφι όπως σήμερα. Αν αυτές οι ομάδες ενώνονταν σε μία, το Γαλάτσι θα είχε μόνιμα ομάδα στη Β’ Εθνική τουλάχιστον, αλλά, τα πάθη των «ισμών» και των ψευδο-ιδεολογιών δεν επέτρεπαν τέτοια χαμηλού επιπέδου πράγματα. Η Ένωση, είχε επίσης και άλλα αξιόλογα τμήματα, σκάκι, βόλεϊ κλπ. Ο Α.Ο. αργότερα έκανε τμήμα μπάσκετ.

 

        Άφησα την αλάνα και συνέχισα αργά, απέναντι, στ’ αριστερά μου υψώθηκε το ογκώδες οικοδόμημα της Αγίας Ειρήνης. Ο ναός στον χώρο που βρίσκεται δείχνει να είναι εκτός σχεδίου πόλεως. Στα πράγματα της εκκλησίας υπάρχει μυστήριο, υπάρχουν θαύματα, ποιος ξέρει, ακόμα ένα, και να ο μεγαλειώδης ναός για να ακούγεται ο απλός Λόγος του Χριστού. Στο Γαλάτσι, εδώ και αιώνες υπάρχει ο ναός της αγίας Γλυκερίας, εντός του ιστού της πόλης αυτός, με θρύλους να τον περιζώνουν, έναν γενίτσαρο που αντάμωσε εκεί τον χαμένο του αδελφό και τέτοια ωραία παραμύθια που συγκινούν τον κόσμο αφού απευθύνονται στα συναισθήματά του. Στην αγία Γλυκερία όπως εγώ την πρόλαβα, υπήρχε μπροστά της ένας στενός δρόμος που πήγαινε προς την Κυψέλη. Απέναντί της, προς τα δυτικά του δρόμου, ένα όμορφο ξενοδοχείο όπου τα ζευγάρια δεν πήγαιναν για ύπνο αλλά για συνεύρεση σεξουαλική μερικών ωρών– τότε, την αρχαία δηλαδή εποχή, ο έρωτας ήταν αμάρτημα μέγα και η καθώς πρέπει κοινωνία, γεμάτη ηθικές αξίες, τον έκρυβε από το φως. Εκείνος ο στενός δρόμος που ονομάζεται πλέον «οδός Αγίας Γλυκερίας» οριοθετούσε την αμαρτία από την αγιότητα, τα απολωλότα πρόβατα της κοινωνίας από τα χρηστά ήθη της. Προϊστάμενος του ναού κατά την εποχή του ζοφερού σκότους υπήρξε ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος (μην με ρωτάς για το επίθετό του, δεν το ξέρω), που παράλληλα έφερε και υψηλό στρατιωτικό βαθμό. Ο αρχιμανδρίτης εκείνος βρέθηκε σε κόντρα με την δημοτική αρχή η οποία θέλησε να κάνει διαπλάτυνση του δρόμου διότι οι ανάγκες της εποχής το επέβαλαν. Αντιδρούσε σφόδρα ο άγιος εκείνος άνθρωπος και κράτησε αρκετά χρόνια εκείνη η κόντρα, μέχρι που εδέησε και έδωσε τη συγκατάθεσή του για τον νέο δρόμο. Την ίδια περίπου εποχή, συμφώνησε να οικοδομηθεί και δεύτερος ναός στο Γαλάτσι, αλλά μακριά από την ενορία του, κι έτσι, στο άλλο άκρο της πόλης στέκει σήμερα σαν τον πύργο του Άιφελ η αγία Ειρήνη. Στην αρχή της κτίσης της η εκκλησία, ήταν ένας σωρός από τσιμέντα, αλλά σιγά-σιγά, μεθοδικά, χωρίς βιασύνες, με τον οβολό των πιστών, με δωρεές για την σωτηρία αμαρτωλών ψυχών και με κάθε θεμιτό τρόπο, το τσιμέντο καλύφτηκε από την πέτρα, το λευκό μάρμαρο σκέπασε το γκρίζο χρώμα και ένας περικαλλής ναός οριοθετεί σήμερα την πόλη από την δασική έκταση. Τα χωράφια πέριξ του ναού αλλά και έν γένει όλο το σημερινό πλέγμα των πολυκατοικιών, ανήκαν στο τσιφλίκι του Βέϊκου.

 

        Έστρεψα το κεφάλι μου από την αγία Ειρήνη και συνέχισα στο ήσυχο δρομάκι. Πιο κάτω, δίπλα μου, ακόμα ένα κτίσμα μέσα στην δασική περιοχή. Μια ωραιότατη βίλλα χτισμένη αμφιθεατρικά πνιγμένη από πεύκα και γκαζόν – και αυτή θα χρειάστηκε ειδική άδεια ανοικοδόμησης, ανήκει σε κληρονόμο από το πάλαι ποτέ τσιφλίκι του Βέϊκου. Δεν την προσπέρασα, διότι η ματιά μου στράφηκε αντίκρυ, στην άλλη πλευρά της λεωφόρου, εκεί όπου στέκουν δύο όμορφα κτίσματα, και τα δυό παλιά. Το μεγαλύτερο, μια βίλλα της ίδιας οικογένειας που χτίστηκε την μεταπολεμική περίοδο και πλησίον της το πυργόσπιτο του Βέϊκου. Και οι τρεις κατοικίες που ανέφερα κατοικούνται. Ευρισκόμενες σε ειδυλλιακό περιβάλλον, είναι δίπλα στην πόλη και μακριά της. Δεν πρόλαβα να συνεχίσω τον δρόμο μου αλλά έπεσα σε απαράδεκτο τσιμεντένιο έκτρωμα, την πεζογέφυρα που ενώνει τις δυό αντικρυστές πλευρές της λεωφόρου. Έργο των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας για να διευκολύνει την ασφαλή μετάβαση των θεατών σε ένα γήπεδο – ποιο γήπεδο, μη με ρωτήσεις, απέχω δεκαετίες από τα πάσης φύσεως αθλητικά δρώμενα, οπότε, μη με παρεξηγείς που δεν γνωρίζω. Ίσως και να έχει ακόμα πρακτικούς λόγους ύπαρξης το συγκεκριμένο έργο, όμως, δεν έχω προσέξει να μετακινούνται πάνω στην πεζογέφυρα οδοιπόροι. Μπορεί να είναι αόρατοι!

 

        Ουσιαστικά, μερικές δεκάδες μέτρα πιο κει, αρχίζει το άλσος του Βέϊκου, ένα, αν όχι το καλύτερο πάρκο στην Αττική. Όλη αυτή η τεράστια περιοχή, από το γήπεδο και μετά μέχρι εκεί που τελειώνει το άλσος στα σύνορα με την Φιλοθέη, φιλοξενούσε στη καρδιά της ένα πανέμορφο πευκοδάσος – και από τις δυό πλευρές της λεωφόρου. Μικρός σαν ήμουν, θυμάμαι πολύ καλά έναν ενιαίο χώρο, δασώδη στο μεγαλύτερο μέρος του, μόνο που, στη δυτική πλευρά, όπως τον ορίζει σήμερα η λεωφόρος, τα δέντρα είχαν λιγοστέψει. Γιατί; Διότι, στην κατοχή πήγαιναν κι έκοβαν τα ξύλα για να πυρωθούν τους δύσκολους χειμώνες τα γερμανικά στρατεύματα. Αργότερα, στον εμφύλιο, στην περιοχή του εναπομείναντος πευκοδάσους, γινόντουσαν οι εκτελέσεις των μεν και των δε. Όποιος προλάβαινε πρώτος έστηνε το εκτελεστικό απόσπασμα – εμπρός στις ιδέες του κράτους και της επανάστασης, οι ανθρώπινες ζωές είχαν χάσει την αξία τους. Σε μια από τις πολλές εκτελέσεις κάτω από τα άδολα πεύκα, οι αντάρτες είχαν στημένους τρεις χίτες, τους ντουφέκισαν, οι δύο έπεσαν, ο τρίτος όχι. Ντουφέκι στο ντουφέκι, δεν τον έπιαναν τον όρθιο χίτη οι σφαίρες. Μέσα στην αναμπουμπούλα της αριστερής αστοχίας, το δεξιό καλόπαιδο πετάχτηκε σαν τον μαύρο πάνθηρα στη ρεματιά και χάθηκε. «Ωραία χρόνια» εκείνα, είχαν σασπένς, πολλοί τα θυμούνται ακόμα και νιώθουν περήφανοι, σε όποια πλευρά κι αν έγερναν. «Πατριώτες» όλοι τους.

 

        Δυτικά από τον πρόχειρο τόπο εκτελέσεων κατά την διάρκεια του εμφυλίου, συναντάμε έναν τεράστιο σε μήκος μαντρότοιχο που ασφαλίζει τις εγκαταστάσεις της ΟΥΛΕΝ (τώρα ΕΥΔΑΠ). Η ΟΥΛΕΝ, αν δεν απατώμαι ήταν η αμερικάνικη εταιρεία που κατασκεύασε το φράγμα του Μαραθώνα και το εξωτερικό δίκτυο ύδρευσης μέχρι την Αθήνα.  Η δεξαμενή του δικτύου βρίσκεται στον λόφο που χωρίζει το Γαλάτσι με την Φιλοθέη, τα νερά της λίμνης του Μαραθώνα φτάνουν στην δεξαμενή και στην συνέχεια κατεβαίνουν στο εργοστάσιο της ΟΥΛΕΝ. Ολόκληρη η περιοχή είναι όμορφη, έχει μια ησυχία κι ας περιτριγυρίζεται από το οικιστικό πλέγμα της πόλης. Η περιοχή μεταξύ Βέϊκου και ΟΥΛΕΝ είναι ότι απόμεινε από το τεράστιο τσιφλίκι του Βέϊκου. Δεν γνωρίζω το σημερινό ιδιοκτησιακό καθεστώς της περιοχής αλλά δεν με απασχολεί ιδιαίτερα, αφού δικό μου δεν είναι αυτό το ειδυλλιακό μέρος

 Το άλσος λοιπόν, ή καλύτερα, ο χώρος που είναι σήμερα το άλσος,  καταπατήθηκε επί δημάρχου Παπαδιονυσίου. Ήταν εκείνος ο δήμαρχος που έθεσε τον θεμέλιο λίθο της καταστροφής της πόλης με τις ανύπαρκτες πλατείες, αλλά ίσως, για να αντισταθμίσει τη ζημιά που έκανε στη πόλη, έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στο κτήμα του Βέϊκου. Ένα βράδυ, εισέβαλαν οι μπουλντόζες στο δάσος με αρκετούς πολίτες σαν συμπαραστάτες, αλλά όλα κύλησαν ήσυχα. Κατέστρεψαν οι μπουλντόζες μεγάλο μέρος του δάσους, οριοθέτησαν τον καταπατημένο χώρο και πήγαν το πρωί άπαντες για καφέ. Η επανάσταση είχε πετύχει αναίμακτα! Από εκεί και ύστερα, σιγά-σιγά, χρόνο με το χρόνο έτρεξε άφθονο χρήμα αλλά ο στόχος επετεύχθη, το άλσος του Βέϊκου κοσμεί πλέον την Αττική γη, είναι η πράσινη ανάσα έξω από την γκρίζα πόλη. Σε αυτό περιλαμβάνονται γήπεδα, κολυμβητήρια, πλακόστρωτα δρομάκια, ασφάλτινοι δρόμοι, δέντρα, παρτέρια με λουλούδια, θέατρο, κινηματογράφος, χώροι για καφέ και φαγητό, διατηρήθηκε ο τάφος του Λάμπρου Βέϊκου απέναντι σχεδόν από την Όμορφη εκκλησιά του Άη Γιώργη, νερό άφθονο από βρύσες που βρίσκονται παντού, αμέτρητες επιλογές περιπάτου, πλαγιές από γρασίδι, υπαίθριο γυμναστήριο, και πόσα ακόμα που αν προσθέσουμε και την καθαριότητα, μπορούμε να πούμε αβίαστα ότι έχουμε δίπλα μας έναν χώρο που ξεκουράζει σώμα και πνεύμα με το περιβάλλον του.

 

        Στον χώρο αυτό βρίσκομαι τώρα και περπατώ στα δρομάκια του. Είναι ακόμα πρωί και υπάρχει ησυχία, οι περιπατητές σαν κι εμένα, μόνοι ή παρέα δυό και τρεις μαζί, δεν κάνουν θόρυβο, έχουν βιαστικό βηματισμό εν αντιθέσει με μένα που οι ρυθμοί μου είναι αργοί, δεν βιάζομαι, βλέπω το κάθε δέντρο που είναι γύρω, παρατηρώ την φρεσκάδα των λουλουδιών, κάνω στάση σε βρύσες και ρίχνω νερό στο πρόσωπό μου – όχι, δεν είναι η ζέστη που αποζητώ το νερό, είναι η ευλογία που διαχέεται παντού. Διαφορετική τούτη η ευλογία από εκείνη της θρησκείας ειπωμένη από κούφια λόγια παπάδων που παίζουν με τον ανθρώπινο φόβο. Τέλος πάντων, εδώ μέσα σαν είσαι τα πάντα αλλάζουν χωρίς κόπο. Σαν έφτασα στο κιόσκι, ένα από τα πολλά που υπάρχουν, άδειασα το σακίδιο μου, άνοιξα το βιβλίο κι άρχισα να διαβάζω τον «βασιλιά των ορέων» του Edmond About. Ναι, αυτού του «ανθέλληνα» που λένε οι φανατικοί.

 

"Πεζοπόρος"

Διαβάστε τη προηγούμενη πεζοπορία