Το ξύλινο μολύβι είχε ιδρώσει από την προσπάθειά μου να τελειώσω γρήγορα τα μαθήματά μου. Τελικά ο ιδρώτας όλος έπεσε πάνω στο χαρτί και είχε χαλάσει τα άψογα κολλαρισμένα φύλλα του τετραδίου. Δεν έδινα όμως σημασία γιατί βιαζόμουν αφού σε λίγο θα περνούσαν τα παιδιά. Ξαφνικά κτυπάει το τζάμι. Ήταν ο Κώστας και ο Βαπτιστής που φώναζαν: “Ακόμα γράφεις; Έλα, φύγαμε για το βουνό!”
Ανεβήκαμε στην πλατεία όπου o κυρ-Λάζαρος, μια εμβληματική φυσιογνωμία της γειτονιάς που τότε έκανε τον ψαρά, φώναζε με βροντερή φωνή “Έχω ένα γαύρο μα τι γαύρο! Εδώ ο γαύρος, ο γαύραρος, ο γαυρίγαυρος!” μας χαιρέτησε εγκάρδια καθώς περάσαμε μπροστά του τρέχοντας. Με δυο δρασκελιές είχαμε αφήσει την πλατεία και είχαμε φτάσει στο παλιό νταμάρι, τα λατομεία Λατο και Κέκροψ που λειτούργησαν από το 1937 έως το 1976. Εκεί ήταν το λημέρι μας. Όλο τον ελεύθερό μας χρόνο τον περνούσαμε εκεί. Τα τσακισμένα από τα φουρνέλα βράχια φάνταζαν στα παιδικά μας μάτια όπως τα βράχια της Αριζόνας και του Γκραν Κάνιον που βλέπαμε στα γουέστερν.
Θα ανεβαίναμε ψηλά στο “καταφύγιο” όπως λέγαμε το πιο ψηλό σημείο ενός φαγωμένου βράχου στη μέση του λατομείου όπου είχα βάλει δύο τσιμεντόλιθους για να ξαποσταίνουμε και να ατενίζουμε μακριά τη θέα της πόλης κάτω από τον απότομο και επικίνδυνο γκρεμό που μας γέμιζε δέος και καμάρι που καταφέραμε να ανέβουμε τόσο ψηλά από τον επικίνδυνο ολισθηρό αυχένα. Πάντα φέρναμε και νερό να ποτίζουμε ένα δεντράκι που είχαμε βρει σε μια σπασμένη γλάστρα δίπλα στα σκουπίδια και αποφασίσαμε να το “υιοθετήσουμε” και να το σώσουμε φυτεύοντάς το στο λιγοστό χώμα που υπήρχε στο βραχώδες καταφύγιο.
“Είδες πόσο μεγάλωσε;” λέγαμε κάθε φορά που το βλέπαμε να μεγαλώνει μερικούς πόντους καμαρώνοντάς το. Μια ζωή που παλεύει ανάμεσα στους ξηρούς βράχους είναι πάντα μια εικόνα ελπίδας. Έπειτα από εκεί ανάλογα με την όρεξη μας κατεβαίναμε ή ανεβαίναμε με τα γυμνά μας χέρια, χωρίς σχοινιά αλλά με τρέλα ατελείωτη για περιπέτειες και αναρρίχηση γεμίζοντας αδρεναλίνη τις παιδικές ψυχές και ζυγίζοντας πόσο άνδρες είχαμε γίνει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που φτάναμε σε αδιέξοδο και κολλούσαμε σε πολύ δύσκολα σημεία και μερικές φορές βάζαμε τα κλάματα γιατί φαίνονταν αδύνατο πως θα τα καταφέρουμε. Όμως πάντα κάτι συνέβαινε και τελικά ξεπερνούσαμε τη δυσκολία και έτσι ξεπερνούσαμε και τον εαυτό μας καμαρώνοντας που είχαμε ανέβει επίπεδο αναρριχητικής δεινότητας. Αν και κάναμε τη ζωή μας δύσκολη αυτό δεν μας εμπόδιζε να ξαναδοκιμάσουμε σε πιο απότομες κλίσεις βάζοντας τον εαυτό μας σε νέες δοκιμασίες που ανέβαζαν την αδρεναλίνη στα ύψη.
Εκείνο το απόγευμα κατεβαίνοντας από το καταφύγιο από τον αυχένα προς την εύκολη πλευρά, το μάτι μου έπεσε σε μια μικρή τρύπα μικρότερη από μια παλάμη. Φώναξα τον Κώστα και αμέσως αρχίσαμε να σκάβουμε με τα χέρια όπου αμέσως καταλάβαμε ότι είναι το άνοιγμα κάποιας σπηλιάς. Επειδή μας είχε πάρει το σούρουπο ήρθαμε την άλλη μέρα και συνεχίσαμε το σκάψιμο με κάτι ξύλα που είχαμε βρει στο δρόμο ώσπου ανοίξαμε μια τρύπα ώστε να χωράει ένα ανθρώπινο σώμα. Πετάξαμε πρώτα μια πέτρα και καταλάβαμε από τη διάρκεια του ήχου της πτώσης της ότι η σπηλιά είχε βάθος. Ο Κώστας δέχτηκε να κρεμαστεί από ένα σχοινί “της πλάκας” που είχε βρει εκεί σε κάτι μπάζα για να δει τι υπάρχει κάτω. Εγώ και ο Βαπτιστής κρατούσαμε κόντρα και είχαμε δέσει το σχοινί σε μια πέτρα. Όταν ο Κώστας αφέθηκε σιγά σιγά και μπήκε μέσα χρησιμοποιώντας όλο το μήκος του σχοινιού ακούστηκε μια φωνή απόγνωσης : “Ωχ Παναγιά μου! Τραβήχτε με ρε σεις γρήγορα απάνω! “. Είχε αλλάξει πενήντα χρώματα από την τρομάρα του αφού ένιωσε να βρίσκεται κρεμασμένος στην οροφή μιας σπηλιάς αιωρούμενος από ένα ψευτόσχοινο. Για να διασκεδάσουμε το ταράκουλο που πήγαμε να πάθουμε, ανεβήκαμε στο καταφύγιο όπου είχαμε μαζέψει κάποιες παλιές λάμπες φθορίου που τις πετούσαμε από ψηλά στον γκρεμό γιατί όταν έσκαγαν έκαναν φοβερό θόρυβο σαν μικρές βόμβες και τρελαινόμασταν από τα γέλια.
Εκείνο όμως το απομεσήμερο πετάχτηκε έντρομο με ψιλοκατεβασμένα τα ρούχα ένα ζευγαράκι. Ήταν “η ωραία του σχολείου” με ένα αντιπαθητικό γόη της εποχής που είχαν πάει να συνευρεθούν στα κρυφά…
Οι σπηλιές των νταμαριών ήταν όμως ο μεγαλύτερος πόλος έλξης του βουνού. Η σπηλιά του Κακαράπη, λημέρι του διαβόητου ληστή που αγνάντευε την Αθήνα και τον Πειραιά και έλεγχε τις κινήσεις σε μεγάλη απόσταση ήταν κλεισμένη με δυο μεγάλες πέτρες για να μην μπορεί να μπει κανένας μέσα. Η συγκεκριμένη σπηλιά ξίταρε την παιδική μας φαντασία μια και οι φήμες έλεγαν ότι ενώνεται με την γνωστή σπηλιά του συνεργάτη του, Νταβέλη, στην Πεντέλη. Υπήρχαν αρκετές σπηλιές και τους δίναμε ονόματα με βάση τις εμπειρίες μας όπως “η σπηλιά της κότας” γιατί εκεί είχαμε δει να μπαίνει μια όρνιθα για να σωθεί επειδή την είχαμε πάρει στο κυνήγι. Αυτή όμως που μπαίναμε συχνά ήταν “η σπηλιά του Φοίνικα”. Φοίνικας ονομαζόταν μια ποδοσφαιρική ομάδα της γειτονιάς μας που είχε το γήπεδό της στα νταμάρια τη δεκαετία του 1970. Σήμερα έμαθα πως το ονομάζουν “σπήλαιο Σωτήρος” λόγω του τάματος για το χτίσιμο της εκκλησίας του Σωτήρος στη συγκεκριμένη περιοχή. Ένα τάμα της εθνοσυνέλευσης του Άργους τον Ιούλιο του 1829 για κατασκευή μεγαλοπρεπούς ναού που ανέλαβε να πραγματοποιήσει η Χούντα το 1969 όμως τα κονδύλια κάπου χάθηκαν στο δρόμο…
Εκεί, στη “σπηλιά του Φοίνικα” είχα πρωτοπάει με τον Νικόλα πριν αρχίσει να μπαζώνεται το νταμάρι και εκεί αρκετά αργότερα έγινε το θέατρο. Ο χώρος παλιά είχε μια άγρια γοητεία με τα βράχια και τον απότομο γκρεμό να πρωταγωνιστούν στο σκηνικό. Με το μπάζωμα, η γοητεία των νταμαριών περιορίστηκε όμως η σπηλιά του Φοίνικα ήταν ένας χώρος που είχαμε μπει δεκάδες φορές.
Αξέχαστη θα μου μείνει η μέρα όμως όταν αποφάσισα να πάρω και την αδελφή μου Μαρία. Η Μαρία, αν και έμπαινε για πρώτη φορά και ήταν κάτω από δέκα ετών, δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα γιατί ήταν ευλύγιστη και αθλητική γεγονός που το επιβέβαιωσε αργότερα και ως πρωταθλήτρια στο χώρο του στίβου. Σημειωτέον, η κατάβαση στη συγκεκριμένη σπηλιά ήταν αρκετά επικίνδυνη λόγω των στενών περασμάτων, της υγρασίας των σταλαγμιτών και των κατολισθήσεων. Εμείς πηγαίναμε χωρίς κανένα εξοπλισμό και προφυλάξεις, το εγχείρημα γίνονταν αρκετά δύσκολο και η αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο. Όπως όλοι η Μαρία είχε εντυπωσιαστεί με τους σταλαγμίτες της εισόδου που έμοιαζαν με τον Ξέρξη στο θρόνο του και ένα ναό σε σχήμα κώνου. Περισσότερο εντυπωσιακός ο διάκοσμος του σπηλαίου ήταν στο βάθος σε στενά περάσματα που έπρεπε να συρθούμε σαν ερπετά. Η αποζημίωσή μας ήταν οι απίστευτης ομορφιάς σταλακτίτες, ανέγγιχτοι τότε από την βανδαλιστική μανία κάποιων ασυνείδητων. Στο βάθος της σπηλιάς σε ένα γυμνό βράχο είχαμε χαράξει και κάποια προσωπικά μας σύμβολα και την ημερομηνία εισόδου. Τότε ξαφνικά ακούστηκαν κάποιοι περίεργοι και ασυνήθιστοι θόρυβοι από την είσοδο. Εκείνη την περίοδο είχε ακουστεί ότι κακοποιά στοιχεία μαζεύονται στην περιοχή και το αίμα μας πάγωσε. Ο Νικόλας ως εμπειρότερος ανέλαβε να πάει από ένα πολύ δύσκολο πέρασμα να δει τι συμβαίνει από ψηλά. Με τα κεριά σβησμένα και κάνοντας απόλυτη ησυχία έμεινα πίσω εγώ με την αδελφή μου. Από τον φόβο και την αγωνία της τα δόντια της άρχισαν να τρίζουν σαν κομπρεσέρ και όταν την ρώτησα τι έχει που είπε μουδιασμένα: “Βαγγέλη κρυώνω! ” Όταν γύρισε ο Νικόλας να μας καθησυχάσει ότι δεν τρέχει τίποτα, το κομπρεσέρ σταμάτησε…
Ο Παυσανίας στα “Αττικά” αναφέρει ότι ο λόφος ήταν αφιερωμένος στον Αγχέσμιο ή Όμβριο Δία και υπήρχε ένα ξόανο του θεού για φέρει βροχές και να ποτιστούν τα χωράφια της αττικής γης και για να εξευμενίσει τον Θεό που έριχνε από εκεί βροντές και αστραπές. Η αρχαία του ονομασία ήταν “Αγχεσμός” όνομα κοινό και για τους άλλους λόφους της Αθήνας. Ο Παυσανίας αναφέρει επίσης ότι την εποχή του Σόλωνα το βουνό ήταν επικίνδυνο λόγω των κακών καιρικών συνθηκών, των αγριμιών και των ληστών που είχαν εκεί τα λημέρια τους. Τον 3ο με 5ο μ.Χ. αιώνα μάλιστα ονομάστηκαν και Λυκοβούνια για όλα τα παραπάνω. Μετά το 1456 και την κατάληψη της Αθήνας από τον Ομάρ Πασά στα βουνά έμειναν για χρόνια ομάδες από την τουρκική στρατιά ενώ κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας Τουρκοβούνια ονομάζονταν “οι τόποι που δεν πιάνει αλέτρι” δηλαδή τα άγονα μέρη που ανήκαν στο κράτος. Σίγουρα η πανοραμική και εντυπωσιακή θέα του λεκανοπεδίου έδινε ιδιαίτερα στρατηγική σημασία στη λοφοσειρά, χαρακτηριστικό που οι Τούρκοι το εκτίμησαν δεόντως για να ελέγχουν την κάθε κίνηση σε όλο τον ορίζοντα.
Οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της κατοχής εκμεταλλεύτηκαν τα λατομεία και έκαναν χρήση των πρώτων υλών τους και χρησιμοποίησαν την περιοχή ως χώρο εκτελέσεων.
Υπάρχει και ομαδικός τάφος πατριωτών στον αυχένα του βουνού ανάμεσα στο Γαλάτσι και το Ψυχικό δίπλα στον περιφερειακό δρόμο για τους εκτελεσθέντες από τους Γερμανούς στις 29 Σεπτέμβρη του 1944 δηλαδή λίγες μέρες πριν φύγουν οι Γερμανοί από την Αθήνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες, στα τέλη Σεπτεμβρίου νεαροί Ελασίτες από του Γκύζη αιχμαλωτίστηκαν από γερμανοτσολιάδες και Γερμανούς αφού είχε προηγηθεί σκληρή μάχη στο ύψωμα με όλμους και πυροβολικό. Μετά τη σύλληψή τους εκτελέστηκαν στο νταμάρι και ένας βοσκός ήταν αυτόπτης μάρτυρας στην εκτέλεσή τους. Σύμφωνα με άλλη μαρτυρία, ο Δημητρός Ασβεστάς, ένας 20 χρόνος (αν και το μνήμα γράφει 16 ετών) που ήταν στα χρόνια της κατοχής αντάρτης στο βουνό, παρασυρμένος από τον ενθουσιασμό του ότι οι κατακτητές έχαναν τον πόλεμο, πήρε ένα τσούρμο μικρότερα παιδιά και έκαναν ένα μπλόκο στους Γερμανούς αλλά αυτοί κατάφεραν να τους συλλάβουν και να τους εκτελέσουν. Τα αδέλφια του Ασβεστά σημαδεύτηκαν από την εκτέλεση του νεαρού Δημητρού και τιμούσαν την μνήμη του σε καθημερινή βάση μνημονεύοντας τον ηρωισμό του στα νεότερα μέλη της φαμίλιας για πολλά χρόνια. Το λιτό μνημείο βανδαλίστηκε στα μετεμφυλιακά χρόνια και στα χρόνια της μεταπολίτευσης και το 1983 στη διάνοιξη της Πρωτοπαπαδάκη οι μπουλντόζες ξέθαψαν τα οστά του ομαδικού τάφου βεβηλώνοντας το μέρος αλλά οι συγγενείς μάζεψαν κοκαλάκι κοκαλάκι τα οστά και τα μετέφεραν μερικά μέτρα πιο πέρα φτιάχνοντας νέα μνήματα που σώζονται μέχρι σήμερα.
Λόγω της καραντίνας ξαναπερπάτησα σε όλα αυτά τα μέρη που τα είχα πρωτοπερπατήσει ως παιδί. Τα μάτια μου όμως τα κοίταζαν με την ίδια γοητεία. Έχοντας ταξιδέψει σε αρκετές και ιδιαίτερες περιοχές του πλανήτη, η επιστροφή μου σε αυτό το μέρος δεν μείωσε καθόλου την συναισθηματική του αξία για τη ζωή μου. Ίσα ίσα πιστεύω ότι έγινα ταξιδευτής γιατί άρχισα το ακόνισμα της ταξιδιωτικής μου φαντασίας σε αυτή τη λοφοσειρά υψομέτρου 337 μέτρων.
Ένα αντάμωμα με τον Γιάννη, φίλο μου από τον στρατό που δεν γεννήθηκε στην περιοχή, με γέμισε με αντικρουόμενα συναισθήματα. Από την μια, χάρηκα πολύ που ο Γιάννης μου έδειξε κυριολεκτικά “τα αμπελοχώραφά μου”, στο “Καρουκάγκα” που έλεγε ο Ηλίας, αδελφός του επιστήθιου φίλου μου Νικόλα.
Ο Γιάννης με οδήγησε σε γωνιές που δεν είχα ανακαλύψει και με συγκίνησε μαθαίνοντας ότι συνηθίζει να πηγαίνει με την κόρη του και τη γυναίκα του και να ρομαντζάρει σε κάποια εντελώς απόκρημνα γκρεμνά στα οποία ενίοτε κάνει και αναρριχήσεις.
Ευχάριστη έκπληξη, ένα κοπάδι πέρδικες στη μέση του πουθενά. Από την άλλη, φρίκαρα βλέποντας ότι το βουνό έχει κτιστεί μέσα στα νταμάρια και η εταιρία του λατομείου διεκδικεί μεγάλο κομμάτι στο Ψυχικό που μετατρέπεται σε “οικόπεδα-φιλέτο” και πολυτελείς βίλες.
Με το γείτονα και φίλο μου Γιώργο είχαμε πάει όταν χιόνισε τρέχοντας και κάνοντας τούμπες μες το χιόνι.
Τον ξανασυνάντησα τυχαία στην τελευταία μου βόλτα να κάνει γιόγκα έχοντας δίπλα με το νέι του και τα σκυλιά του.
“Εδώ είναι το στέκι μου. Κάθομαι κάτω από αυτό το “θηλυκό” πεύκο γιατί νιώθω ότι με προστατεύει έτσι μπορώ να αφήνω το νου να ταξιδεύει πέρα”.
Πιο πάνω ζευγαράκια και παρέες στα σημεία με θέα αγνάντευαν τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη μέχρι τα νησιά του Σαρωνικού. Εκεί πηγαίναμε και πετούσαμε τους αετούς που φτιάχναμε μόνοι μας τις απόκριες. Πόσο πολύ είχαμε λυπηθεί με τον Κώστα για ένα μεγάλο χαρταετό, πιο ψηλό από το μπόι μας, που φτιάχναμε εβδομάδες και μας τον πήρε ο αέρας που λυσσομανούσε κόβοντας το σχοινί και πηγαίνοντας προς το πεδίο του Άρεως ώσπου χάθηκε από τα μάτια μας.
Κατόπιν έφτασα στην Αγία Κυριακή και στον προφήτη Ηλία και θυμήθηκα τα πανηγύρια στη χάρη του και τους πάγκους με τα παιχνίδια που μας αγόραζαν οι γονείς μας. Έπειτα περιπλανήθηκα στον οικισμό Παπανδρέου. Οι κάτοικοι του οικισμού έχουν δώσει σκληρό αγώνα για να επιβιώσουν και να διατηρήσουν τα σπίτια τους. Από τη μια μεριά, οι εταιρείες των νταμαριών και οικοπεδοφάγοι ήθελαν να φάνε όλο το βουνό και βάζανε δυναμίτες τις νύχτες να ανατινάξουν την περιοχή. Όμως οι κάτοικοι τους εμπόδισαν με ηρωικό τρόπο και πυγμή και κάποιες φορές κάθισαν πάνω στους δυναμίτες αναγκάζοντας τα αφεντικά των νταμαριών να ματαιώσουν τα σχέδιά τους. Από την άλλη, η χούντα ήδη από τον Απρίλη του 1967, μεγαλοβδομαδιάτικα, μέσω της αστυνομίας έβαλε φωτιά σε καμιά ογδονταριά σπίτια και κατόπιν έστελνε κλητήρες να κάνουν έξωση στους ιδιοκτήτες για να απαλλοτριωθεί αναγκαστικά ο χώρος για να γίνει “το τάμα του Έθνους”, η εκκλησία του Σωτήρος. Οι κάτοικοι και πάλι αντέδρασαν δυναμικά παίρνοντας με τις πέτρες και τα ξύλα τους κλητήρες ή ξαπλώνοντας μπροστά τις μπουλντόζες που ήθελαν να γκρεμίσουν τις εστίες τους.
Ο οικισμός Παπανδρέου, αν και δεν έχει ρυμοτομικό σχέδιο και είναι ένα ανακάτεμα πρώην αυθαιρέτων κτισμάτων, σώζεται από τη λαϊκότητα που αποπνέει και από το μεράκι των κατοίκων του να δώσουν ένα ανθρώπινο τόνο με αυλές και περιποιημένους κήπους που θυμίζουν σπίτια χωριού. Φεύγοντας πέρασα και το μέρος που ο πατέρας μου άφηνε για μερικά χρόνια τα μελίσσια του και θυμήθηκα το μέλι που τρώγαμε από τις κερήθρες. Πιο κάτω είδα μια κυρία να πουλάει αυγά και κρασί σε ένα πάγκο στο δρόμο, εικόνα σπάνια για το αστικό τοπίο της πρωτεύουσας.
Τελευταίος σταθμός ήταν επίσκεψη στη “σπηλιά του Φοίνικα”.
Κατέβηκα μια τσιμεντένια σκάλα που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια μέχρι την είσοδο. Σιδερένια κάγκελα έχουν μπει περιμετρικά τα οποία έχουν σπάσει. Την είσοδο της την φιλούσε όπως παλιά ο Ξέρξης καθισμένος στον θρόνο του δίπλα στον κωνικό ναό. Όλα ήταν εκεί όπως τα άφησα. Μετά πήγα στην πίσω πλευρά. Τρόμαξα να αναγνωρίσω το τοπίο μέσα στους τόνους τσιμέντου, άχαρων κάγκελων και πετρόχτιστων τοίχων εντελώς παράταιρης αισθητικής. Η κλασική πρακτική να φαγωθεί δημόσιο χρήμα με ένα αισθητικό αποτέλεσμα τραγικό…
Οι μπασκέτες και οι νεαροί που έπαιζαν έδιναν ένα ζωηρό τόνο στην περιοχή που άλλοτε ήταν εκκωφαντικά ήσυχη.
Έψαξα να βρω τη σπηλιά που είχαμε ανοίξει με τα χέρια μας. Υπήρχε ακόμα και τώρα πίσω από τα κάγκελα και εντυπωσιάστηκα πόσο τελικά μεγάλη είχαμε κάνει την είσοδο. Σκέφτηκα να ρίξω ένα σάλτο στο κιγκλίδωμα και να ανέβω ως το καταφύγιο. Η ιδέα έκανε τις φλέβες μου να χτυπούν δυνατά στους κροτάφους και την καρδιά μου να πεταρίζει. Ήθελα να δω αν υπάρχει το δέντρο που ποτίζαμε και να του ρίξω λίγο νερό από το μπουκάλι που κρατούσα. Ήθελα να ξαναοσφριστώ τα αρώματα της νιότης μας. Τελικά πήρα το δρόμο του γυρισμού αγνοώντας την κακόγουστη παρέμβαση στο τοπίο και φέρνοντας στο νου περιστατικά της παιδική μου ηλικίας. Σκέφτηκα ότι το δέντρο θα είναι ζωντανό όσο συνεχίζω να το ποτίζω στο νου μου. Αυτή η ξεχωριστή εποχή που ξετυλίγαμε το μπρίο μας και την φαντασία μας και σκιτσάραμε με αυθορμητισμό και τρέλα τα παιδικά μας καμώματα πάνω στα γυμνά βράχια έχει τελειώσει. Αυτός ο κύκλος έχει κλείσει. Το παλιό δέντρο έχει δυνατές ρίζες και έχει δώσει σπουδαίους καρπούς στη ζωή μου. Ίσως θα πρέπει να βρω ένα νέο δέντρο να φυτέψω κάπου αλλού.
Του Βαγγέλη Πρωτόπαπα
Από το CARNET DE VOYAGE