e-Galatsi

σερφάροντας στο Γαλάτσι



Με αφορμή την ανάρτηση του "Πεζοπόρου" για τον Γιώργο Μουφλουζέλη, θέλω να προσθέσω και τις δικές μου αναμνήσεις για τον μπαρμπα Γιώργη.

Τον πρωτογνώρισα το χειμώνα του 1966 'οταν παιδί 15 χρονών και μαθητής της Α' λυκείου Tετάρτη και Σαββατοκύριακο δούλευα σαν βοηθός σερβιτόρου στην ταβέρνα "Το Καραούλι" που ήταν ανάμεσα στις στάσεις, "Βόρειος Πόλος" και "πλατεία Λιναρά",εκεί που σήμερα είναι το πρατήριο καυσίμων της SΗELL.

Αυτή η ταβέρνα και για όσα χρόνια λειτούργησε, διέθετε καταπληκτική κουζίνα με φαγητά που μαγείρευε η κυρά Νότα γυναίκα του "αφεντικού" Πέτρου Κανατάκη.

Πέρα από τους ελάχιστους Γαλατσιώτες - οι κοσμικές ταβέρνες για το βαλάντιο της πλειοψηφίας των Γαλατσιωτών τότε, ήταν πολυτέλεια. Κανένα καπηλιό με ρετσίνα και μεζέ στο λαδόχαρτο και πολύ έπεφτε - οι πελάτες στην πλειοψηφία τους ήταν καλλιτέχνες ηθοποιοί και τραγουδιστές.

Στα δύο χρόνια που δούλευα εκεί έχω σερβίρει τις αδελφές Καλουτά που έρχονταν κάθε βράδυ σχεδόν. την Λάσκαρη έγκυος στην κόρη της από τον πρώτο γάμο της με κάποιον Κουτουμάνο, τον Παράβα με την γυναίκα του που ήταν μανεκέν  ξένης καταγωγής, την Ελένη Προκοπίου, την Βίκυ Μοσχολιού με τον Δομάζο και πολλούς άλλους από όλα το καλλιτεχνικό στερέωμα.

Μόνιμος δε πελάτης ήταν και κάποιος πρίγκιπας από το σόι των Γλύξμπουργκ - νομίζω Πέτρο τον έλεγαν - που λόγω κακών σχέσεων με τη Φρειδερίκη ήταν αποστασιοποιημένος.

Εκεί λοιπόν έρχονταν ο Γιώργης ο Μουφλουζέλης με το μικρό Σταύρο σε  ένα καλάθι και το μπουζούκι παραμάσχαλα.

 Άφηνε το "μωρέλι του" - έτσι τον αποκαλούσε, Μυτιληνιός ων, όπως και οι τρεις γιαγιάδες τα προσφυγόπουλα -   στο χώρο έξω από την κουζίνα του μαγαζιού και περνοδιάβαινε τα τραπέζια παίζοντας. Στο τέλος έβγαζε από την τσέπη του σακακιού του ένα μικρό μεταλλικό πιατάκι και το περιέφερε μαζεύοντας τα ψιλά που έδιναν οι πελάτες.

Στη συνέχεια έπινε ένα ποτηράκι ρετσίνα που του προσέφερε το μαγαζί, έπερνε το καλάθι με το Σταύρο και κινούσε για αλλού.

Αργότερα έμαθα για την οικογενειακή του ιστορία και το γιατί μεγάλωνε μόνος του το Σταύρο, αλλά ποτέ δεν του άνοιξα τέτοια κουβέντα.

Ο ίδιος μου είπε κάποτε ότι, για αρκετά χρόνια μέχρι να μεγαλώσει αρκετά το "μωρέλι του" δεν πήγαινε σε 'δουλειές" επειδή δεν ήθελε να τον αφήνει μόνο του.    

Αργότερα ο μπαρμπα Γιώργης και για αρκετά χρόνια, έμεινε στην οδό Δρίσκου σε ένα δωμάτιο μιας αυλής όπου εκεί συγκατοικούσαν άλλες τρεις ή τέσσερις οικογένειες.

Τα απογεύματα και όταν το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες κάθονταν έξω από το φούρνο του Δελώτη - ο φούρνος του "Μαρέτση" σήμερα -  σε μιά ψάθινη καρέκλα δίπλα σε ένα τσιμεντένιο τραπέζι που υπήρχε εκεί, με ένα σταυρόλεξο που έλυνε με τις ώρες και ένα μπουκάλι ρετσίνα Κουρτάκη δίπλα που την έπινε σε ένα μικρό ποτηράκι λίγο - λίγο.

Ορισμένα απόβραδα τον καλούσαν κάποιες παρέες ντόπιων στο απέναντι από το φούρνο οινο γαλακτοπωλείο του Γεωργίου και εκεί με το μπαγλαμαδάκι πλέον - το μπουζούκι το είχε αφήσει -  μεταξύ πρόχειρου μεζέ και ρετσίνας, στήνονταν αυτοσχέδια γλέντια. Κάποιες φορές συμμετείχε κι εγώ δειλά-δειλά λόγω του μικρού της ηλικίας μου. 

Μάλιστα ο μπαρμπα Γιώργης ξέροντας ότι είμαι μαθητής του γυμνασίου ζητούσε την βοήθειά μου όταν ήθελε να "ταιριάξει" όπως έλεγε, ομοιοκαταληξία σε στίχους που έφτιαχνε. 

Και όταν ολοκλήρωνε την έμπνευσή του, πήγαινε στους θρακομακεδόνες στο σπίτι του Απόστολου Καλδάρα και του έγραφε τις νότες στο πεντάγραμμο για να πάει στην εταιρεία για ηχογράφηση.

Με την ευκαιρία,να αναφερθούμε και στον Καλδάρα αυτόν τον 'άγιο" του μουσικού χώρου ο οποίος σύμφωνα με τον ίδιο τον μπαρμπα Γιώργη τον βοηθούσε γενικότερα. Όπως και η Μαρινέλλα με την Χάρις Αλεξίου.

 Στα 1971 πήγα φαντάρος και όταν τέλος του 1973 γύρισα ο μπαρμπα Γιώργης είχε μετακομίσει απέναντι στην οδό Κύκνων και οι συναντήσεις μας αραίωσαν.

Κατά τη μεταπολίτευση μαζί με το πολιτικό τραγούδι, γνώρισε άνθηση και το ρεμπέτικο.

Τότε λοιπόν ο μπαρμπα Γιώργης έγινε περιζήτητος.

Είχε όμως κάποιες δυσκολίες.

Από τη  μιά δεν ήταν ίδιαίτερα "φιλόδοξος" και από την άλλη ήταν μεγάλος σε ηλικία  για να μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των "μαγαζιών"

Τελευταίο μαγαζί στο οποίο "δούλεψε" ήταν μια ταβέρνα στα όρια της Κυψέλης με το Γαλάτσι απέναντι από τον ναό του Αγίου Θωμά.

Και εκεί όμως με διαλείμματα που έγιναν η αιτία να μη μακροημερεύσει, αφού και με το δίκιο του, ο μαγαζάτορας δεν μπορούσε να αποδέχεται.

Στο τέλος της ζωής του στηρίχτηκε πολύπλευρα από τον Δήμο Γαλατσίου και έφυγε από τη ζωή το 1991 σε ηλικία 79 ετών. 

Υπήρξε ένας καθαρά αυτοδίδακτος λαϊκός μουσικός και έζησε τη ζωή του με πολλές δυσκολίες, αλλά όπως αυτός ήθελε. Ήταν επιλογή του να ζήσει και να πεθάνει "ρεμπέτης"

Ενα μικρό αφιέρωμα στη μνήμη του μπαρμπα Γιώργη Μουφλουζέλη. Και με την ευκαιρία μια αναφορά - στο χώρο και το χρόνο - της 'αθωότητας" οπως μας αρέσει να αποκαλούμε την εποχή των νιάτων μας.

 

Tου Γιάννη Κατσώνη 

 

Υ.Γ. Ένα περιστατικό.

 Βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη για να " δουλέψει" σε κάποιο μαγαζί. Ο μαγαζάτορας του έχει κλείσει δωμάτιο "σουϊτα" σε πολυτελές ξενοδοχείο. Μόλις ο μπαρμπα Γιώργης αντιλαμβάνεται ότι είναι στον 4ο όροφο ζαλίζετε και αντιδρά. Ζητάει δωμάτιο όσο πιό χαμηλά γίνεται και τον μετακομίζουν στον 1ο όροφο.

Το πρωϊ μπαίνει στο δωμάτιο ο 'γκρουμ' τσουλώντας ένα συρόμενο τραπεζάκι με πρωινό που περιλαμβάνει τα πάντα.

Μόλις το βλέπει ο μπάρμπα Γιώργης επαναστατεί και απευθυνόμενος στον υπάλληλο του λέει. Τι είναι όλα αυτά. Πάρτα γρήγορα  από μπροστά μου και φέρε μου ένα φλιτζανάκι μικρό με καφέ Ελληνικό.