Οδηγώ. Πάνω στην πεζογέφυρα στέκονται τρεις νεαροί, του ενός το φουλάρι ανεμίζει στον άνεμο, ζωντανό, γαλάζιο, κουβεντιάζουν αμέριμνοι, κοιτάζοντας κάτω την κίνηση των αυτοκινήτων, όπως ίσως λίγο πιο πριν κοίταζαν τα στρατιωτικά αυτοκίνητα να περνούν κάτω από το σπίτι τους ή τα πολεμικά αεροπλάνα να σκίζουν τον αέρα ακριβώς από πάνω τους. Μια οικογένεια στέκεται στη στάση, κάτι τρώνε, στη μοναδική ίσως στιγμή ηρεμίας μετά από τόσες μέρες. Η μάνα αποστεωμένη σηκώνει το βλέμμα της για να συναντήσει το δικό μου, της χαμογελώ. Βουρκώνει. Τώρα όλοι τους θα βρίσκονται κάπου μακριά, ίσως το παιδί της να κρατά αγκαλιά ένα από τα λούτρινα των παιδιών μου που με μεγάλη χαρά χάρισαν στα παιδάκια που έρχονται από τη χωρά με τον πόλεμο. Προσπαθώ να φανταστώ τι θα έκανα εγώ για τις κόρες μου αν ήμουν στη θέση τους. Αδυνατώ. Προχωρούν, φεύγουν, παλεύουν για αυτό που νομίζουν πως θα είναι καλύτερο.
Στέκομαι. Σε έναν προθάλαμο χειρουργείου περιμένοντας τα νέα, ευελπιστώντας πως όλα θα έχουν πάει καλά. Έπειτα κάτι μικρό πάει στραβά. Κι άλλο ένα. Κι ύστερα κι άλλο. Κυματοθραύστης να σταματήσω τα κύματα, να τα φέρω όλα στη θέση τους στο μέτρο του δυνατού. Να κάνω εγώ το καλύτερο που μπορώ. Προσδοκώ πως όλα κάποια στιγμή θα φτιάξουν.
Κάθομαι. Η συνοικιακή καλοφτιαγμένη καφετέρια, που τείνει να γίνει στέκι. Με δυο όψιμους φίλους, μετράμε τα γεράματά μας ή αυτό που θέλουμε να λέμε έτσι. Τσακώνονται και πάλι για τα πολιτικά. Τους ακούω σιωπηλή και σκέφτομαι τι ονειρεύτηκε ο καθένας από τη ζωή του, τι πέτυχε, τι έχασε, τι περιμένει, πως διαχειρίζεται τα απωθημένα του. Μαζί και τα δικά μου. Ακόμα και αυτός ο ανούσιος τσακωμός τους έχει πλάκα. Είναι η ρουτίνα μας, που μας δείχνει πως κι αυτή τη βδομάδα βρεθήκαμε στις θέσεις μας γεροί. Ίσως κάποιοι πιο σιωπηλοί από τους άλλους, αλλά πάντως εκεί. Κάθε Πέμπτη συμφωνούμε να παίζουμε από κοινού ένα δελτίο τζόκερ. Πάλι προσδοκούμε. Ονειρευόμαστε ο καθένας μας τι θα κάναμε αν κερδίζαμε. Βάζουμε άλλη μια ρουτίνα, σαν ασφαλιστική δικλείδα ανάμεσά μας. Σαν να είναι και αυτό που θα μας φέρνει στη θέση μας, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, στο ίδιο τραπέζι.
Βλέπω. Την κόρη μου να χοροπηδάει στο τραμπολίνο. Δε σκέφτομαι. Την αφήνω με το αθώο γέλιο της να θεραπεύσει την κούρασή μου. Με τα άλματά της να μου δίνει δύναμη να συνεχίζω να εφαρμόζω την απόφαση που πήρα. Η προσωπική επανάσταση, όπως είπε και η φιλενάδα μου.
Δεν υπάρχουν παραμύθια. Είναι όλα ψέματα. Κι οι Χιονάτες, κι οι Σταχτοπούτες, κι οι Πεντάμορφες. Είναι οι προσδοκίες μας. Αυτοί οι στόχοι που βάζουμε και τελικά δεν καταφέρνουμε. Τα όνειρα που δεν πέτυχαν. Κι αφήνουν το χνάρι τους να μας σημαδεύει.
Της Ειρήνης Χατζούδη
Διαβάστε προηγούμενα άρθρα της ιδίας
- Σβούρες παντού
- Καλοκαίρι έφτασε
Επιμένω - Με κάθε αντίο
- Το ανεκπλήρωτο…
- Φωτιά σε όλα τα κελιά!
- Τελικά δεν θα γίνω δικηγόρος,θα γίνω